• Τόσο το υγραέριο, όσο και το φυσικό αέριο είναι εντελώς άοσμα, ωστόσο, προστίθεται μία οσμογόνος ουσία ώστε να καταστεί δυνατή η ανίχνευσή του σε περίπτωση διαρροής του σε μία εγκατάσταση.
     
  • Έχει χαμηλότερο όριο ανάφλεξης σε σχέση με το φυσικό αέριο, θεωρείται όμως καύσιμο πολύ υψηλής απόδοσης και παρουσιάζει υψηλά ποσοστά ανάφλεξης εάν αναμειχθεί 1 μέρος καυσίμου με 10 έως 50 μέρη αέρα (αναλογία 1:10 – 1:50).
     
  •  Όταν παρουσιαστεί διαρροή μικρής ποσότητας υγρού υγραερίου στην ατμόσφαιρα, λόγω της άμεσης εξαερίωσης της υγρής φάσης και της απότομης μεταβολής (πτώση) της θερμοκρασίας, δημιουργείται μεγάλος όγκος αέριας φάσης, γεγονός που μεγαλώνει τον αναφλέξιμο όγκο μίγματος καυσίμου – αέρα.
     
  •  Όπως και στην περίπτωση ανίχνευσης διαρροής φυσικού αερίου, με κατάλληλα όργανα ανιχνεύεται και η διαρροή υγραερίου στον αέρα, ιδίως σε μεγάλες ποσότητες και επικίνδυνες για ανάφλεξη όπως προαναφέραμε.
     
  • Απαιτείται περισσότερη ενέργεια για την ανάφλεξη του υγραερίου συγκριτικά με το φυσικό αέριο, παρά το γεγονός ότι η θερμοκρασία ανάφλεξής του όταν αναμειχθεί με τον αέρα είναι χαμηλότερη από αυτή του φυσικού αερίου (~ 480οC–500οC).
     
  • Η θερμογόνος ικανότητα του υγραερίου είναι 2 φορές μεγαλύτερη από αυτή του φυσικού αερίου, ήτοι παράγεται περισσότερη ενέργεια από την ίδια ποσότητα αερίου. Απαιτούνται όμως υψηλές ασφαλιστικές διατάξεις όπως αναφέραμε παραπάνω, κυρίως στις δεξαμενές αποθήκευσης, σύμφωνα με το ΦΕΚ 477/Β/93 (για δεξαμενές αποθήκευσης σε βιοτεχνικούς και βιομηχανικούς χώρους), ενώ οι ασφαλιστικές διατάξεις δεν είναι τόσο περίπλοκες σε εγκαταστάσεις φυσικού αερίου όπου η ροή είναι συνεχής και δεν απαιτείται αποθήκευση.